- γλαύκα
- η сова
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλαυκά — γλαυκός gleaming neut nom/voc/acc pl γλαυκά̱ , γλαυκός gleaming fem nom/voc/acc dual γλαυκά̱ , γλαυκός gleaming fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαύκα — και γλαύξ (γλαυκός), η (AM γλαύξ, Α και γλαῡξ) 1. η κουκουβάγια, νυκτόβιο αρπακτικό τής τάξης γλαυκόμορφα ή στιγγόμορφα 2. φρ. «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας», «γλαῡκ Ἀθήναζε», «γλαῡκ ἐς Ἀθήνας» παρουσιάζει ως νέο κάτι πασίγνωστο, κάνει κάτι εντελώς… … Dictionary of Greek
γλαυκᾷ — γλαυκός gleaming fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαῦκα — γλαύξ the little owl fem acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλαύκας — Γλαύκᾱς , Γλαύκη fem acc pl Γλαύκᾱς , Γλαύκη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκάν — γλαυκά̱ν , γλαυκός gleaming fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκάς — γλαυκά̱ς , γλαυκός gleaming fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαῦκ' — γλαῦκα , γλαύξ the little owl fem acc sg (attic) γλαῦκι , γλαύξ the little owl fem dat sg (attic) γλαῦκε , γλαύξ the little owl fem nom/voc/acc dual (attic) γλαῦκε , γλαῦκος fish of grey colour masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαῦχ' — γλαῦκα , γλαύξ the little owl fem acc sg (attic) γλαῦκι , γλαύξ the little owl fem dat sg (attic) γλαῦκε , γλαύξ the little owl fem nom/voc/acc dual (attic) γλαῦκε , γλαῦκος fish of grey colour masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλαύκαν — Γλαύκᾱν , Γλαύκη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek